- γλυκαίνονται
- γλυκαίνωsweetenpres ind mp 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γλυκαίνω — (AM γλυκαίνω) Ι. 1. καθιστώ κάτι γλυκό 2. προξενώ το αίσθημα τής γλυκύτητας 3. γίνομαι γλυκός 4. μαγεύω γοητεύω μσν. νεοελλ. 1. ευφραίνω, προξενώ ευχαρίστηση 2. ανακουφίζω, καταπραΰνω («γλυκαίνω τον πόνο») 3. δίνω σε κάποιον χαρά 4. γίνομαι ήπιος … Dictionary of Greek
γλυκαίνονθ' — γλυκαίνοντα , γλυκαίνω sweeten pres part act neut nom/voc/acc pl γλυκαίνοντα , γλυκαίνω sweeten pres part act masc acc sg γλυκαίνοντι , γλυκαίνω sweeten pres part act masc/neut dat sg γλυκαίνοντι , γλυκαίνω sweeten pres ind act 3rd pl (doric)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)